Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χάνομαι απ' τον

  • 1 ορίζοντας

    [-ων (-οντος)] ο прям., перен. горизонт; кругозор;

    πολιτικός ορίζοντας — а) политический кругозор; — б) политическая обстановка;

    ανοίγω νέους ορίζοντες — открывать новые горизонты;

    έχω στενό ορίζοντα — быть ограниченным человеком;

    χάνομαι απ' τον ορίζοντα — исчезнуть с горизонта;

    με ευρύ ( — или πλατύ) ορίζοντα — с широким кругозором

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ορίζοντας

  • 2 χάνω

    (αόρ. έχασα, παθ. αόρ. (ε)χάθηκα) 1. μετ.
    1) терять; утрачивать; лишаться (кого-чего-л.);

    χάν κάθε διάθεση να... — терять всякую охоту, желание...;

    χάνω την υπομονή μου — терягь терпение;

    χάνω την όράση — терять зрение;

    χάνω τό χέρι μου — лишаться руки;

    2) пропускать, упускать;

    χάνω τό τραίνο — опоздать на поезд, пропустить поезд;

    χάνω (την) ευκαιρία — упу- скать случай;

    2. μετ., αμετ. проиграть(ся); быть, остаться в проигрыше;

    χάνω (σ)τό παιγνίδι — проиграть, потерпеть поражение;

    χάνω στα χαρτιά — проиграться в карты;

    χάνω την δίκη — проигрывать процесс;

    § χάνω τα μυαλά μου — или τα χάνω — а) теряться, смущаться; — б) терять самообладание; — в) терять рассудок;

    χάνω τα πασχαλιά μου — или χάνω τον μπούσουλα — совсем растеряться, не знать, что делать;

    χάνω τα νερά μου — теряться, смущаться;

    χάνω τα λογικά μου — терять голову;

    χάνω τον καιρό μου — терять время;

    χάνω τό έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου — терять почву под ногами;

    χάνω τό δρόμο — потерять дорогу, сбиться с пути;

    χάνω τ'αΰγά και τα καλάθια — а) разориться в пух и прах; — б) ошалеть;

    τον έχασα από τα μάτια μου я потерял его из виду;
    τί θα χάσω να... а что я теряю, если...;

    δεν χάνω τίποτε — нечего терять;

    3. αμετ. терять, терпеть ущерб, проигрывать (на чём-л., от чего-л.);
    θα χάσεις, 6*ν δεν έρθεις ты много потеряешь, если не придёшь;

    χάνομαι

    1) — потеряться; — заблудиться;

    2) исчезнуть, сгинуть; пропасть; погибнуть;
    πού χάθηκες; куда ты пропал?; χάσου! или να χαθείς! убирайся!, вон!;

    χάνομαι αδικα — или χάνομαι σε τιποτένιο πράγμα — пропасть ни за понюшку табаку;

    χάθηκα! я пропал!;
    άς τον να χαθεί! пропади он пропадом!; 3) теряться, смущаться; 4) тревожиться, беспокоиться;

    μη χάνεσαι — не беспокойся

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χάνω

См. также в других словарях:

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… …   Dictionary of Greek

  • παρέρχομαι — ΝΜΑ 1. (για χρόνο ή σε αναφορά με αυτόν) περνώ, φεύγω, κυλώ (α. «κι αν παρήλθον οι χρόνοι εκείνοι...» β. «έπεὰν δὲ παρέλθωσιν αἱ ἑβδομήκοντα ἡμέραι», Ηρόδ.) 2. (για γεγονότα ή καταστάσεις) περνώ και χάνομαι, εξουδετερώνομαι, δεν υπάρχω πια (α.… …   Dictionary of Greek

  • σβήνω — έσβησα, σβήστηκα, σβησμένος 1. μτβ., κάνω κάτι να σταματήσει να καίγεται ή να φωτίζει: Σβήνω την πυρκαγιά. – Σβήνω το φως. 2. διαγράφω, εξαλείφω: Έσβησαν το όνομά του από τον κατάλογο των υποψηφίων. – Σβήσε αυτή τη λέξη. 3. καταπραΰνω, καλμάρω:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρρω — ἔρρω (Α) 1. πορεύομαι ή βαδίζω αργά και με κόπο, ιδίως για τον Ήφαιστο που ήταν χωλός («αὐτὰρ ὁ ἔρρων πλησίον», Ομ. Ιλ.) και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι μόνος, Ομ. Οδ.) 2. πηγαίνω, μεταβαίνω κάπου 3 …   Dictionary of Greek

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • καταπίνω — (AM καταπίνω) κατεβάζω κάτι διά μέσου τού φάρυγγα στο στομάχι («δεν μπορεί να καταπιεί ούτε νερό» β. «κατάπια ένα κουκούτσι») νεοελλ. 1. μτφ. α) πιστεύω κάτι με αφέλεια, απονήρευτα δέχομαι τα ψεύδη κάποιου, χάφτω («τού λένε ένα σωρό τερατολογίες… …   Dictionary of Greek

  • τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανεμίζω — (Μ ἀνεμίζω) Ι. ενεργ. σείω κάτι στον άνεμο, κινώ στον αέρα νεοελλ. 1. (για σιτάρι, σταφίδα κ.λπ.) ρίχνω ψηλά ώστε με τη βοήθεια του ανέμου να απαλλαγεί από τις ελαφρότερες ξένες ύλες, λιχνίζω 2. (αμτβ.) (για ύφασμα ή άλλο ελαφρό υλικό) σείομαι… …   Dictionary of Greek

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ημύω — ἠμύω (Α) 1. κλίνω, γέρνω («ἑτέρωσ ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν», Ομ. Ιλ.) 2. (για σπαρτά, όταν τα στάχια γέρνουν, όχι από τον άνεμο αλλά λόγω τού βάρους) κλίνω προς τα κάτω 3. (μτφ. για πόλεις) καταπίπτω, καταρρέω 4. (μτβ.) αφανίζω, καταστρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»